Οι θάνατοι από καρκίνο μαστού μειώνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια λόγω της έγκαιρης διάγνωσης με απεικονιστικές μεθόδους. Νέα φάρμακα έχουν ενταχθεί τα τελευταία χρόνια που έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση υποτροπής του νοσήματος μετά από το χειρουργείο και την αύξηση της επιβίωσης ακόμη και σε μεταστατικό στάδιο.
Η θεραπεία του καρκίνου του μαστού είναι σήμερα εξατομικευμένη.
Κάθε πάσχουσα γυναίκα είναι διαφορετική, κάθε πάσχουσα γυναίκα έχει μια διαφορετική ασθένεια.
Παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή της θεραπείας και την πρόγνωση είναι το στάδιο της νόσου (αρχικό ή μεταστατικό), η έκφραση ή όχι οιστρογονικών υποδοχέων (ER) και του γονιδίου HER2 από τα καρκινικά κύτταρα.
Τις περισσότερες φορές ο καρκίνος του μαστού βρίσκεται σε έλεγχο ρουτίνας με μαστογραφία ή όταν μια γυναίκα ψηλαφήσει ένα ανώδυνο οζίδιο στο μαστό της. Αν και συνήθως οι όζοι στον μαστό είναι καλοήθεις, αν υπάρχει υποψία για νεοπλασία θα χρειαστεί μικροσκοπική ανάλυση του ιστού για την οριστική διάγνωση.
Ο πιο σωστός τρόπος είναι η βιοψία του μαστού με κόπτουσα βελόνη (core biopsy) που πραγματοποιείται με καθοδήγηση από υπερηχογράφημα.
Γίνεται με τοπική αναισθησία.
Μετά την διάγνωση και πριν το χειρουργείο ακολουθεί πλήρης απεικονιστικός έλεγχος, για τον αποκλεισμό μεταστατικής νόσου.
Η σωστή χειρουργική εξαίρεση του όγκου έχει κεφαλαιώδη σημασία. Χειρουργείο εκλογής είναι εδώ και αρκετά χρόνια η ογκεκτομή-τμηματεκτομή με διατήρηση του στήθους που εξασφαλίζει αισθητικό αποτέλεσμα και είναι ισοδύναμη με την μαστεκτομή όταν ακολουθείται από ακτινοθεραπεία του στήθους.
Εκτός από την αφαίρεση του όγκου, απαραίτητο είναι να γνωρίζει ο χειρουργός αν υπάρχει διήθηση των μασχαλιαίων λεμφαδένων. Οι μασχαλιαίοι λεμφαδένες είναι οι πρώτοι που προσβάλλονται από έναν όγκο του μαστού, εάν δεν έχει αναγνωριστεί έγκαιρα.
Πλέον με την τεχνική του φρουρού λεμφαδένα πολλές γυναίκες αποφεύγουν την ριζική εκτομή των μασχαλιαίων λεμφαδένων, η οποία αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα για λεμφοίδημα.
Πλέον πραγματοποιείται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις που η νόσος είναι αρκετά προχωρημένη. Κυρίως όμως όταν από την ογκεκτομή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί αποδεκτό αισθητικό αποτέλεσμα. Συνήθως ακολουθείται από αποκατάσταση του μαστού που μπορεί να γίνει αμέσως μετά την μαστεκτομή διεγχειρητικά ή σε αργότερα σε δεύτερο χρόνο.
Η ακτινοθεραπεία συμβάλει στην μείωση της πιθανότητας τοπικής υποτροπής μετά το χειρουργείο. Έχει προληπτικό χαρακτήρα. Επιβάλλεται να γίνεται μετά από χειρουργείο διατήρησης στήθους. Έχει αποδειχτεί ότι, εάν το χειρουργείο με διατήρηση στήθους ακολουθείται από ακτινοθεραπεία του υπολειπόμενου μαστού, το αποτέλεσμα είναι ισοδύναμο της μαστεκτομής.
Σκοπός της είναι η μείωση του κινδύνου υποτροπής και θανάτου για γυναίκες που εκφράζουν οιστρογονικούς υποδοχείς (ER+), χορηγείται μετά την χημειοθεραπεία (αν έχει προηγηθεί). Τα φάρμακα που χορηγούνται είναι οι αναστολείς αρωματάσης ή η Ταμοξιφένη. Η διάρκεια της χορήγησής τους καθορίζονται από τον κίνδυνο υποτροπής και συνήθως είναι από 5-10 χρόνια.
Σκοπός της είναι η μείωση του κινδύνου υποτροπής. Χορηγείτα πριν ή μετά από το χειρουργείο και εφόσον κρίνεται απαραίτητη από την βιολογία του όγκου ή μετά από διενέργεια ειδικών γονιδιακών τεστ που αξιολογούν το πιθανό όφελος της χημειοθεραπείας.
Οι βασικές ενδείξεις για χημειοθεραπεία είναι:
Εδώ και μερικά χρόνια έχει ενταχθεί στις θεραπευτικές μας δυνατότητες. Πρόκειται για νέα θεραπεία που διεγειρει το ανοσοποιητικό μας ώστε να μπορέσει να εξουδετερώσει τα καρκινκά κύτταρα. Σε αρχικό στάδιο δίδεται σε γυναίκες που δεν εκφράζουν οιστρογονικούς υποδοχείς σε συνδυασμό με την χημειοθεραπεία.
Μεταξύ 25-40, κλινική εξέταση από ειδικό ιατρό κάθε 1-3 χρόνια.
Για γυναίκες >40 ετών, ετήσια μαστογραφία και κλινική εξέταση από ειδικό ιατρό.