Αποτελεί τον 10ο πιο συχνό τύπο καρκίνου παγκοσμίως και τον 4ο πιο συχνό τύπο καρκίνου στο ανδρικό φύλο.
Η μέση ηλικία διάγνωσης είναι τα 73 έτη.
Έχουν αναγνωριστεί αρκετοί παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η ηλικία, το ανδρικό φύλο, το κάπνισμα, η έκθεση σε χημικές ουσίες, η ακτινοβολία στην περιοχή της πυέλου και χρόνιες παθήσεις της ουροδόχου κύστης ( λίθοι, χρόνιες κυστίτιδες κλπ).
Το πιο συχνό και χαρακτηριστικό σύμπτωμα του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι η παρουσία αίματος στα ούρα, γνωστή ως αιματουρία, η οποία μπορεί να είναι εμφανής με γυμνό μάτι (μακροσκοπική) ή να ανιχνεύεται μόνο με εξέταση ούρων (μικροσκοπική). Συνήθως δεν συνοδεύεται από πόνο και μπορεί να είναι παροδική. Κάθε επεισόδιο αιματουρίας μπορεί να αποτελεί ένδειξη κακοήθειας και θα πρέπει να διερευνάται με κατάλληλες εξετάσεις.
Άλλα συμπτώματα που μπορούν να εκδηλωθούν είναι ο πόνος κατά την ούρηση (δυσουρία), η συχνοουρία και η επιτακτική ανάγκη για ούρηση. Ακόμα, ο ασθενής μπορεί να παραπονεθεί για πόνο χαμηλά στην κοιλιά ή τη ράχη και να εμφανίσει γενικά συμπτώματα, όπως ανορεξία, απώλεια σωματικού βάρους ή αίσθημα κόπωσης.
Για τη διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης απαιτείται η διενέργεια μιας σειράς εξετάσεων για την ανίχνευση της βλάβης, τον καθορισμό του μεγέθους και της θέσης της καθώς και την εκτίμηση της επέκτασής της στις παρακείμενες δομές ή σε απομακρυσμένα σημεία του σώματος. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται σταδιοποίηση. Ακόμα είναι απαραίτητη η ιστολογική ταυτοποίηση του καρκίνου που επιτυγχάνεται με τη λήψη ενός μικρού τμήματος της βλάβης ή με εξαίρεση ολόκληρης της βλάβης (βιοψία).
Το υπερηχογράφημα της ουροδόχου κύστης είναι μια εύκολη και γρήγορη απεικονιστική εξέταση που μπορεί να μας βοηθήσει στην ανίχνευση βλαβών στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης. Η κυστεοσκόπηση θεωρείται η βασική εξέταση που θέτει την διάγνωση της νόσου καθώς επιτρέπει την απεικόνιση του εσωτερικού τμήματος της ουροδόχου κύστης αλλά και τη λήψη βιοψίας ή την αφαίρεση μικρών όγκων της κύστης διαμέσου της ουρήθρας. Τέλος οι αξονικές τομογραφίες θώρακος, άνω και κάτω κοιλίας, ή/και η μαγνητική τομογραφία και η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET-CT) σε ορισμένες περιπτώσεις, ολοκληρώνουν τον απεικονιστικό έλεγχο παρέχοντας πληροφορίες για την παρουσία παθολογίας τοπικά αλλά και σε άλλα μέρη του σώματος (μεταστάσεις).
Η επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής προσέγγισης εξαρτάται από την έκταση της νόσου (στάδιο) και την κλινική κατάσταση του ασθενούς. Οι βασικές θεραπευτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η χειρουργική επέμβαση, η χημειοθεραπεία, η ανοσοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία.
Υπάρχουν δύο είδη χειρουργικής επέμβασης που μπορεί να διενεργηθούν στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Η διουρηθρική εκτομή της βλάβης (TURBT) επιλέγεται σε περιπτώσεις που ο καρκίνος είναι ακόμα επιφανειακός και δεν έχει διεισδύσει βαθιά στο τοίχωμα της κύστης. Ο όγκος αφαιρείται δια μέσου της ουρήθρας συμβάλλοντας στη διάγνωση και την θεραπεία της νόσου. Η ριζική κυστεκτομή συνιστάται στην αφαίρεση ολόκληρης της κύστης μαζί με γειτονικούς ιστούς. Αποτελεί επιθετική μορφή θεραπείας για την αντιμετώπιση του καρκίνου που έχει διηθήσει σημαντικά το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης.
Η χημειοθεραπεία κατέχει σημαντική θέση σε όλα τα στάδια του καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα μπορούν να χορηγηθούν στο εσωτερικό της κύστης με τη βοήθεια ενός καθετήρα, συμπληρωματικά μετά την διουρηθρική εκτομή του όγκου, στον επιφανειακό καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Αντιθέτως στα προχωρημένα στάδια η χημειοθεραπεία χορηγείται ενδοφλέβια για να μπορέσει να θανατώσει τα καρκινικά κύτταρα σε κάθε σημείο του σώματος. Όταν ο καρκίνος έχει διεισδύσει σημαντικά στο τοίχωμα της κύστης, η χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί πριν το χειρουργείο (νεοεπικουρικά) για τον περιορισμό έκτασης της νόσου. Σε περίπτωση που η νόσος είναι μεταστατική τότε η χημειοθεραπεία είναι η βασική μορφή θεραπείας.
Η ανοσοθεραπεία διεγείρει το ανοσοποιητικό σύστημα με σκοπό την καταπολέμηση και εξάλειψη των καρκινικών κυττάρων. Πλέον κατέχει ενεργό ρόλο στην αντιμετώπιση του ουροθηλιακού καρκίνου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετά το χειρουργείο (επικουρικά) για την μείωση της πιθανότητας υποτροπής της νόσου. Κυρίως όμως χορηγείται σε προχωρημένα στάδια μετά τη χημειοθεραπεία με σκοπό τη διατήρηση του οφέλους της (θεραπεία συντήρησης) ή λόγω απώλειας της αποτελεσματικότητάς της.
Ο ρόλος της ακτινοθεραπείας στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι περιορισμένος. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία μετά από διουρηθρική εκτομή του όγκου όταν ο ασθενής δεν δύναται να υποβληθεί σε ριζική κυστεκτομή. Συμβάλλει επίσης στην ύφεση των συμπτωμάτων, όπως του πόνου, ως υποστηρικτική μορφή θεραπείας.
Με βάση την έκταση της νόσου διακρίνουμε τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης σε 3 κατηγορίες: